- ἐπιπλήρωσις
- ἐπιπλήρωσιςrefillingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπλήρωσις — ἐπιπλήρωσις, ἡ (Α) [επιπληρώ] τέλεια πλήρωση, η πρόσθετη, η επί πλέον πλήρωση … Dictionary of Greek
ἐπιπλήρωσιν — ἐπιπλήρωσις refilling fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπληρώσεως — ἐπιπληρώσεω̆ς , ἐπιπλήρωσις refilling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)